- φρονιμεύω
- φρονιμεύω και φρονιμαίνω φρονίμεψα1. αμτβ., γίνομαι φρόνιμος, βάζω μυαλό: Όποιος γεννήθηκε ζουρλός ποτέ δε φρονιμαίνει (παροιμ.).2. γίνομαι εγκρατής, αποφεύγω βλαβερές πράξεις, ενέργειες, συμμορφώνομαι: Από τότε που παντρεύτηκε, φρονίμεψε πια και δε χαρτοπαίζει ούτε πίνει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.